- ὑπερελίσσω
- ὑπερελίσσω,A whirl round above one's head,
κοντούς Arr.Tact.43.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοντούς Arr.Tact.43.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερελίσσω — Α περιστρέφω κάτι πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»] … Dictionary of Greek
ὑπερελίξαντες — ὑπερελίσσω whirl round above aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek